μαγούλα
Προφορά
Ετυμολογία
μαγούλα └αλβαν┘ magulé
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαγούλα
✦ (μτφ. ) μικρό ύψωμα γης με ομαλές πλαγιές, γήλοφος: να προσπεράσει τις χαμηλές μαγούλες και να φύγει (Μ. Καραγάτσης)
✦ (μεγεθυντ. του μάγουλο) μεγάλο μάγουλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–