μάγκας
Προφορά
Ετυμολογία
μάγκας └θηλ┘ η μάγκα (= ενωμοτία άτακτων πολεμιστών)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μάγκας
✦ άτακτος στρατιώτης κατά την επανάσταση του 1821
✦ αλήτης, χαμίνι
✦ άνθρωπος κατεργάρης, καταφερτζής
✦ ψευτοπαλικαράς, νταής
✦ έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–