μάγισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μάγισσα αρχαία ελληνική μάγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μάγισσα
✦ θηλ. μάγισσα ως κύρ. όν. Μάγοι, αρχαία ελληνική μηδική φυλή τα μέλη της οποίας είχαν βαθιά γνώση της θρησκείας, επιδίδονταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηρίζονταν για τις επιστημονικές τους γνώσεις
✦ ιερέας και σοφός των Περσών που ασχολούνταν με αστρολογία, αστρονομία, ονειροκρισία κτλ., και γεν. με μυστικές και απόκρυφες τέχνες
✦ ο ασχολούμενος με τη μαγεία, αυτός που κάνει μάγια
✦ (κατ’ επέκτ.) απατεώνας, αγύρτης
✦ (ως επίθ.) ο ικανός να μαγεύει, να ασκεί γοητεία: μάγος καλλιτέχνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–