μαγεμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μαγεμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος μαγεύω
Ερμηνεία
μαγεμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει υποστεί την επίδραση της μαγείας, που βρίσκεται σε κατάσταση εξαιρετικής ευχαριστήσεως, γοητευμένος: κοιτάζει μαγεμένος το βασίλεμα του ήλιου στις Κυκλάδες (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–