λύκος
Προφορά
Ετυμολογία
λύκος αρχαία ελληνική λύκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λύκος
✦ θηλ. λύκαινα θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, άγριο και αχόρταγο |(ιατρ.) ον. ασθενειών που χαρακτηρίζονται από αλλοιώσεις του δέρματος· υπό τον όρο λύκος εννοούνται οι παθήσεις: φυματιώδης λύκος, χρόνιος ερυθηματώδης λύκος, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
✦ φρ. γλίτωσα απ’ του λύκου το στόμα, σώθηκα από βέβαιο κίνδυνο – πεινώ σαν λύκος, πεινώ πάρα πολύ
✦ (παροιμ.) ο λύκος στην αναμπουμπούλα (ή στην ανεμοζάλη) χαίρεται, γι’ αυτούς που επωφελούνται από ανώμαλες περιστάσεις για να πλουτίσουν ή για να ικανοποιήσουν άλλες επιδιώξεις τους – λύκος εις δέρμα προβάτου, για κάποιον που υποκρίνεται – βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, όταν ανατίθεται η φροντίδα και φύλαξη ενός ανυπεράσπιστου σε άρπαγα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–