λύδιος
Προφορά
Ετυμολογία
λύδιος αρχαία ελληνική Λύδιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λύδιος -ια, -ιο
✦ λυδικός
✦ λυδία λίθος, πέτρα κατάλληλη για τη δοκιμασία της γνησιότητας των πολύτιμων μετάλλων· (κ. μτφ.) κάθε τρόπος δοκιμασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–