λούλουδο


λούλουδο
Προφορά

Ετυμολογία
λούλουδο μεσαιωνική ελληνική λουλούδι

Ερμηνεία
λούλουδο

✦ άνθος: Μες στου χειμώνα την καρδιά της μυγδαλιάς τα λούλουδα (Κ. Παλαμάς)
✦ φυτό καλλωπιστικό: ποτίζω τα λουλούδια
(μτφ. ) καθετί το διαλεχτό, στολίδι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.