λιοτριβειό


λιοτριβειό
Προφορά

Ετυμολογία
λιοτριβειό ελαιοτρίβης (= ειδικός εργάτης σε ελαιοτριβείο)

Ερμηνεία
λιοτριβειό

✦ (Κ ελαιοτριβείον) εργοστάσιο ή εργαστήριο εξαγωγής του λαδιού από τις ελιές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.