αμφιμασχάλια
Προφορά
Ετυμολογία
αμφιμασχάλια αρχαία ελληνική ἀμφιμάσχαλος
Ερμηνεία
αμφιμασχάλια
✦ ουσ. σιρίτια στρατιωτικής στολής που κρεμιούνται από τον ώμο και κάτω από τη μασχάλη, ως διακριτικά υπηρεσίας ή βαθμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–