λαβύρινθος
Προφορά
Ετυμολογία
λαβύρινθος αρχαία ελληνική λαβύρινθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λαβύρινθος
✦ μυθολογικό ενδιαίτημα του Μινώταυρου, με πολλούς και αδιέξοδους διαδρόμους
✦ (γεν.) πολύπλοκο οικοδόμημα
✦ (μτφ. ) ζήτημα που δύσκολα μπορεί να λυθεί, αδιέξοδο
✦ (ανατομ.) το εσώτερο τμήμα του αφτιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–