λαβή
Προφορά
Ετυμολογία
λαβή αρχαία ελληνική λαβή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λαβή
✦ το μέρος από το οποίο μπορεί κάποιος να κρατήσει ή να χειριστεί αντικείμενο, χερούλι, πιάσιμο: κοντομάχαιρο με λαβή μπρούτζινη (Π. Πρεβελάκης) – λαβή του πιστολιού – λαβή της στάμνας
✦ το πιάσιμο
✦ (μτφ. ) αφορμή, ευκαιρία: μην του δίνεις λαβή να σε κατηγορήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–