κύστη
Προφορά
Ετυμολογία
κύστη αρχαία ελληνική κύστις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κύστη
✦ ελαστικός θύλακος, φούσκα
✦ υμενώδης θύλακος του σώματος όπου συγκεντρώνεται κάποιο οργανικό υγρό
✦ όγκος ή νεόπλασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–