κυκλώπειος


κυκλώπειος
Προφορά

Ετυμολογία
κυκλώπειος αρχαία ελληνική κυκλώπειος

Ερμηνεία
κυκλώπειος

✦ -εια, -ειο επίθ. (Κ -εία, -ειον) ο των κυκλώπων, ο αναφερόμενος στους Κύκλωπες
(μτφ. ) τεράστιος, γιγάντιος: κυκλώπειο τείχος – κυκλώπεια δύναμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.