κύκλος
Προφορά
Ετυμολογία
κύκλος αρχαία ελληνική κύκλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κύκλος
✦ καμπύλη κλειστή γραμμή που το κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο
✦ ο χώρος που περικλείεται απ’ αυτή την καμπύλη
✦ κυκλική διάταξη
✦ κίνηση ή τροχιά κυκλική, που επιστρέφει στο σημείο της αφετηρίας
✦ (μτφ. ) σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων
✦ (μτφ. ) ομάδα ατόμων που αποτελούν κοινωνική, πολιτική, επαγγελματική κτλ. ενότητα
✦ φρ. φαύλος κύκλος, κατάσταση αδιέξοδη, χωρίς σειρά και κατάληξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–