άμπακος
Προφορά
Ετυμολογία
άμπακος └ιταλ┘abbaco
Ερμηνεία
άμπακος
✦ πλάκα γραφής ή αριθμητικών πράξεων, άβακας
✦ (με επιρρ. σημ.) πάρα πολύ, υπερβολικά· εύχρ. σε φρ.: τρώει τον άμπακο, πάρα πολύ, ά. τον περίδρομο, τον αγλέουρα – του ‘ψαλε τον άμπακο, τον επιτίμησε ά. τον εξάψαλμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–