κροσέ
Προφορά
Ετυμολογία
κροσέ └γαλλ┘ crochet
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κροσέ
✦ μεταλλική, ξύλινη ή κοκάλινη βελόνα πλεξίματος που απολήγει σε άγκιστρο
✦ το πλεχτό και το είδος της πλέξης που γίνεται μ’ αυτή τη βελόνα
✦ στην πάλη, είδος χτυπήματος με γροθιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–