κόψη
Προφορά
Ετυμολογία
κόψη κόψω, υποτακτ. αορ. του ρήματος κόπτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κόψη
✦ η κοπή
✦ η ακμή κάθε κοπτικού οργάνου: η κόψη του σπαθιού – του ξυραφιού
✦ κοψιά, κατατομή: μπόι δυο πήχες, κόψη κακή (Γ. Σουρής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–