κοσμοπολίτης


κοσμοπολίτης
Προφορά

Ετυμολογία
κοσμοπολίτης μεταγενέστερη ελληνική κοσμοπολίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοσμοπολίτης

✦ θηλ. κοσμοπολίτισσα (Κ -τις, -ιδος) άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου, διεθνιστής
✦ ο ταξιδεμένος σε πολλούς τόπους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.