κόσμημα
Προφορά
Ετυμολογία
κόσμημα αρχαία ελληνική κόσμημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κόσμημα
✦ στοιχείο διακόσμησης, ιδ. αντικείμενο με το οποίο στολίζομε ή στολιζόμαστε
✦ (ειδ.) κ. στον πληθ. κοσμήματα, αντικείμενα (δαχτυλίδια, βραχιόλια, κολιέ κτλ.) από πολύτιμο μέταλλο, συχνά και με πολύτιμους λίθους που χρησιμοποιούνται από πρόσωπα ως στοιχεία στολισμού
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός για τον οποίο μπορεί να είναι κάποιος υπερήφανος: ήταν το κόσμημα της τάξης μας
✦ τυπογραφικό διακοσμητικό σχέδιο
Συνώνυμα
καύχημα, καμάρι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–