κοσκινάκι
Προφορά
Ετυμολογία
κοσκινάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού κόσκινο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοσκινάκι
✦ μικρό κόσκινο: (παροιμ.) καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, για κάποιον που φροντίζει και προσέχει υπερβολικά ένα νέο απόκτημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–