κορυφή


κορυφή
Προφορά

Ετυμολογία
κορυφή αρχαία ελληνική κορυφή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κορυφή

✦ το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο
✦ (ειδ.) η βουνοκορφή
✦ (γεωμ.) το σημείο σχήματος ή στερεού που απέχει περισσότερο από τη βάση: κορυφή τριγώνου – κώνου – πυραμίδας
(μτφ. ) ανυπέρβλητος, κορυφαίος: είναι κορυφή στη δουλειά του – η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή (Κ. Καβάφης)
(μτφ. ) η ανώτατη αρχή: η κορυφή της διοικήσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.