κορίτσαρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κορίτσαροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κορίτσαρος.mp3Ετυμολογίακορίτσαρος μεγεθ. του └ουσ┘ κορίτσι Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο κορίτσαρος ✦ γεροδεμένο, πρώιμα αναπτυγμένο κορίτσι Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–