κορδόνι
Προφορά
Ετυμολογία
κορδόνι └βενετ┘ cordon – └ιταλ┘cordone
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κορδόνι
✦ πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, γαϊτάνι
✦ παρόμοιο πλέγμα για τα παπούτσια
✦ ως επίρρ., συνέχεια, στη σειρά: φρ. το πήρε σκοινί κορδόνι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–