κολλαρίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply κολλαρίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/κολλαρίζω.mp3Ετυμολογίακολλαρίζω κόλλα Ερμηνεία κολλαρίζω ✦ κ. κολλάρω ρ. (κολλάρ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) διαβρέχω ύφασμα με διάλυση κόλλας, ώστε να σκληρύνει με το σιδέρωμα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–