κολίτιδα


κολίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
κολίτιδα └γαλλ┘ colite

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κολίτιδα

✦ φλεγμονή του παχέος εντέρου προκαλούμενη από μικρόβια ή παράσιτα, από άγχος κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.