κόλαφος


κόλαφος
Προφορά

Ετυμολογία
κόλαφος αρχαία ελληνική κόλαφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κόλαφος

✦ χαστούκι, ράπισμα
(μτφ. ) λόγος ή πράξη που ταπεινώνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.