κατεστημένος
Προφορά
Ετυμολογία
κατεστημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καθίσταμαι
Ερμηνεία
κατεστημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατεστημένο: δεν αποτελεί έγκλημα να αποφασίσει μια κυβέρνηση τη ρήξη και τη σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ ουδ. κατεστημένο ως ουσ. (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–