καρκινώδης


καρκινώδης
Προφορά

Ετυμολογία
καρκινώδης αρχαία ελληνική καρκινώδης

Ερμηνεία
καρκινώδης

✦ -ώδης, -ώδες επίθ. που έχει τη φύση της αρρώστιας του καρκίνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.