καράγιαλης
Προφορά
Ετυμολογία
καράγιαλης └τουρκ┘karayel
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καράγιαλης
✦ όν. βορειοδυτικού ανέμου, η μαϊστροτραμουντάνα: και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα (Ν. Γκάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–