καραβοτσακισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
καραβοτσακισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καραβοτσακίζομαι
Ερμηνεία
καραβοτσακισμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ναυαγός
✦ (μτφ. ) άνθρωπος που υπέφερε πολλά
✦ (ειδ.) ο καταστραμμένος οικονομικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–