κάπηλος
Προφορά
Ετυμολογία
κάπηλος αρχαία ελληνική κάπηλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κάπηλος
✦ ιδιοκτήτης καπηλείου, ταβερνιάρης
✦ αισχροκερδής
✦ (μτφ. ) εκμεταλλευτής ευγενικής ιδέας: οι κάπηλοι της δημοκρατίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–