καπετάνισσα


καπετάνισσα
Προφορά

Ετυμολογία
καπετάνισσα όψιμο μεσαιωνική ελληνική καπετάνιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καπετάνισσα

✦ θηλ. καπετάνισσα (πληθ. καπετάνιοι κ. καπεταναίοι) αρχηγός ένοπλου σώματος, οπλαρχηγός: που ‘χουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι (δημ. τραγ.)
✦ κυβερνήτης σκάφους, πλοίαρχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.