καμπή
Προφορά
Ετυμολογία
καμπή αρχαία ελληνική καμπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καμπή
✦ το σημείο όπου κάμπτεται, αλλάζει κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα: μια γυναικεία σιλουέτα πρόβαλε στην καμπή του ερημικού δρόμου (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (κ. μτφ.) η λ. για να δηλώσει τη φάση εκείνη στην εξελικτική πορεία μιας καταστάσεως κατά την οποία αναμένονται αλλαγές: το κυπριακό βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–