καμάρα
Προφορά
Ετυμολογία
καμάρα αρχαία ελληνική καμάρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καμάρα
✦ τοξωτή αψίδα, ημικυκλικός θόλος
✦ (γεν.) κάθε τοξοειδής κατασκευή: σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–