καλοθελητής
Προφορά
Ετυμολογία
καλοθελητής καλός + θελητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καλοθελητής
✦ θηλ. καλοθελήτρα ευνοϊκά διατεθειμένος, που θέλει το καλό του άλλου
✦ (ειρων.) που προσποιείται ότι ενδιαφέρεται για κάποιον, ενώ πραγματικά επιδιώκει να τον βλάψει: οι καλοθελητάδες τον αφανίσανε τον άνθρωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–