καλάθι
Προφορά
Ετυμολογία
καλάθι μεταγενέστερη ελληνική καλάθιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κάλαθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καλάθι
✦ σκεύος πλεχτό από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια, με μία ή δύο λαβές, για τη μεταφορά πραγμάτων
✦ κάθε σκεύος που μοιάζει με καλάθι
✦ (στο μπάσκετ) το δίχτυ κωνικού σχήματος που είναι στερεωμένο σε μεταλλική στεφάνι, βρίσκεται σε ορισμένο ύψος από το έδαφος και μέσα από το οποίο προσπαθούν οι παίκτες να περάσουν τη μπάλα
✦ (κατ’ επέκτ.) η εύστοχη βολή της μπάλας μέσα από το δίχτυ: φρ. βάζω – πετυχαίνω καλάθι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–