κακογεράζω
Προφορά
Ετυμολογία
κακογεράζω κακός + γερνώ
Ερμηνεία
κακογεράζω
✦ -άς, -ά κ. κακογεράζω ρ. (κακογέρ-ασα, -ασμένος) έχω κακά, άθλια γεράματα
✦ μτχ. παθ. πρκμ. κακογερασμένος, -η, -ο ως επίθ. αυτός που έχει αποκτήσει τη μορφή άσχημου γέρου: ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–