καθίκι
Προφορά
Ετυμολογία
καθίκι μεσαιωνική ελληνική καθοίκιον (= οικιακό αγγείο), υποκοριστικό του επιθέτου κάθοικον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καθίκι
✦ δοχείο νυκτός
✦ (μτφ. ) άνθρωπος αχρείος
Συνώνυμα
αγγειό ,λέρα, βρόμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–