καζουιστικός


καζουιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καζουιστικός └λατιν┘ casus (= περίπτωση)

Ερμηνεία
επίθετο┘ καζουιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε διάφορες περιπτώσεις της πρακτικής ζωής
✦ η καζουιστική ως ουσ., κλάδος της ηθικής που πραγματεύεται τις ειδικές περιπτώσεις της πρακτικής ζωής κατά τις οποίες προκύπτει σύγκρουση καθηκόντων
(μτφ. ) υπερβολική σχολαστικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.