ισχυρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ισχυρισμός ισχυρίζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ισχυρισμός
✦ επίμονη διαβεβαίωση, καθετί που υποστηρίζει κανείς με την αξίωση να γίνει πιστευτό: οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου αποδείχτηκαν αβάσιμοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–