ικανοποιώ
Προφορά
Ετυμολογία
ικανοποιώ μεσαιωνική ελληνική ἱκανοποιῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ικανοποιώ -είς, -εί
✦ επανορθώνω ζημία ή προσβολή
✦ δικαιώνω
✦ προσφέρω ευχαρίστηση
✦ αποδίδω ανάλογα με τις προσδοκίες ή τις απαιτήσεις
✦ ανταμείβω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–