θύμος


θύμος
Προφορά

Ετυμολογία
θύμος αρχαία ελληνική θύμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θύμος

✦ το θυμάρι: με θύμον και με κλήματα σταφυλοφόρα (Α. Κάλβος)
✦ θύμος αδήν, ενδοκρινής αδένας, πίσω από το στέρνο, αρκετά μεγάλος κατά τη γέννηση, ατροφεί στην εφηβεία και στον ενήλικο αποτελεί πλέον υπόλειμμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.