θεματοφύλακας
Προφορά
Ετυμολογία
θεματοφύλακας θέμα + φύλαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θεματοφύλακας
✦ (νομ.) πρόσωπο που αναλαμβάνει χωρίς μισθό τη φύλαξη ξένου κινητού πράγματος
✦ (μτφ. ) φύλακας ιερών και οσίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–