θαυμάστρια


θαυμάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
θαυμάστρια αρχαία ελληνική θαυμαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θαυμάστρια

✦ θηλ. θαυμάστρια που θαυμάζει, που αισθάνεται για κάποιον ή για κάτι εξαιρετική εκτίμηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.