ηνίοχος
Προφορά
Ετυμολογία
ηνίοχος αρχαία ελληνική ἡνίοχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ηνίοχος
✦ που κρατά τα ηνία, ο οδηγός ιππήλατου οχήματος: σιωπηλοί ελαύναμε αρματοδρόμοι και ηνίοχοι άρματος ζηλευτού (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–