ηλιακός


ηλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ηλιακός μεταγενέστερη ελληνική ἡλιακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ηλιακός -ή, -ό

✦ ο του ήλιου: ηλιακό φως – ηλιακή ακτινοβολία
✦ που λειτουργεί με την επίδραση του ήλιου: ηλιακό ρολόι
✦ που οφείλεται στην επίδραση των ακτίνων του ήλιου: ηλιακό ερύθημα
✦ προσήλιος, ευήλιος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανήλιος, ανήλιαγος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.