ηλεκτρομετρία
Προφορά
Ετυμολογία
ηλεκτρομετρία ηλεκτρο- + μετρώ• από το └αγγλ┘electrometry
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ηλεκτρομετρία
✦ το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για μέτρηση των ηλεκτρικών μεγεθών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–