ηλέκτριση


ηλέκτριση
Προφορά

Ετυμολογία
ηλέκτριση ηλεκτρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ηλέκτριση

✦ η μετάδοση ηλεκτρικού φορτίου, η φόρτιση με ηλεκτρισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.