ηβηφρενία


ηβηφρενία
Προφορά

Ετυμολογία
ηβηφρενία └αγγλ┘hebephrenia

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ηβηφρενία

(ιατρ.) μορφή σχιζοφρένιας που προσβάλλει εφήβους και χαρακτηρίζεται από διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών και διανοητική ανεπάρκεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.