ζωολάτρισσα


ζωολάτρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ζωολάτρισσα ζώον + λάτρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ζωολάτρισσα

✦ θηλ. ζωολάτρισσα (Κ -τρις, -ιδος) αυτός που θεοποιεί, που λατρεύει τα ζώα ως θεότητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.